ὀχυρός — firm masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οχυρός — ή, ό 1. για θέση, ο ασφαλής, ο οχυρωμένος, απρόσβλητος. 2. ως ουσ., οχυρό, το οχυρωματικό έργο για στρατιωτικούς σκοπούς: Οχυρά του Ρούπελ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὀχυρά — ὀχυρός firm neut nom/voc/acc pl ὀχυρά̱ , ὀχυρός firm fem nom/voc/acc dual ὀχυρά̱ , ὀχυρός firm fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀχυρώτερον — ὀχυρός firm adverbial comp ὀχυρός firm masc acc comp sg ὀχυρός firm neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κούγκι — Οχυρός πύργος στο Σούλι. Ήταν χτισμένος πάνω σε απότομο βράχο, μέσα στον οποίο βρισκόταν και η εκκλησία της Αγίας Παρασκευής. Το 1803 ο Αλή πασάς περικύκλωσε την περιοχή με τη βοήθεια του προδότη Πήλιου Γούση. Τότε, περίπου 400 Σουλιώτες… … Dictionary of Greek
ὀχυρωτάτων — ὀχυρός firm fem gen superl pl ὀχυρός firm masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀχυρωτέραις — ὀχυρός firm fem dat comp pl ὀχυρωτέρᾱͅς , ὀχυρός firm fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀχυρωτέρων — ὀχυρός firm fem gen comp pl ὀχυρός firm masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀχυρῶν — ὀχυρός firm fem gen pl ὀχυρός firm masc/neut gen pl ὀχυρόω fortify pres part act masc voc sg (doric aeolic) ὀχυρόω fortify pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ὀχυρόω fortify pres part act masc nom sg ὀχυρόω fortify pres inf act… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀχυρόν — ὀχυρός firm masc acc sg ὀχυρός firm neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)